Η φερριτίνη είναι μια σημαντική ενδοκυτταρική πρωτεΐνη που αποθηκεύει τον σίδηρο: εξουδετερώνει τις τοξικές του ιδιότητες και αυξάνει τη διαλυτότητά του, οπότε ο οργανισμός καταναλώνει σίδηρο ανάλογα με τις ανάγκες του, κυρίως για να ρυθμίσει τον κυτταρικό μεταβολισμό του οξυγόνου.
Η φερριτίνη εντοπίζεται σε σπλήνα, συκώτι, στους σκελετικούς μύες και τον μυελό των οστών: ποσοστό της βρίσκεται και στο αίμα. Ο έλεγχός της είναι απαραίτητος γιατί τα χαμηλά επίπεδα φερριτίνης προκαλούν αναιμία γιατί οδηγούν σε χαμηλότερες συγκεντρώσεις σιδήρου, που εκδηλώνονται με πονοκέφαλο, κόπωση και ζαλάδες.
Προβληματικά είναι όμως και τα αυξημένα επίπεδα φερριτίνης -η αποκαλούμενη υπερφερριτιναιμία- η οποία υποδηλώνει την παρουσία ιών και βακτηρίων και μπορεί να οδηγήσει σε νευρολογικές διαταραχές και προβλήματα όρασης.
Σύμφωνα με νεότερες έρευνες, η φερριτίνη παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην άμυνα του οργανισμού γιατί ενεργοποιεί ένα είδος λευκών αιμοσφαιρίων, τα μακροφάγα, τα οποία ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Όταν τα μακροφάγα ενεργοποιηθούν εκκρίνουν κυτταροκίνες οι οποίες ρυθμίζουν την ανοσία. Σε χαμηλές συγκεντρώσεις, προστατεύουν τον οργανισμό από ιούς και βακτήρια. Ωστόσο, σε υψηλές συγκεντρώσεις, μπορεί να αυξήσουν τη νοσηρότητα.