Τα μύδια αποτελούν σημαντική πηγή αντιοξειδωτικών, βιταμινών και ευγενών πρωτεϊνών με χαμηλή περιεκτικότητα σε λίπος και λιπίδια. Έχουν χωνευτικές αλλά και διεγερτικές ιδιότητες, κυρίως λόγω των αλκαλικών αλάτων τους.

Θερμαϊκός, Μαλιακός, Κεραμωτή, Ροδόπη και Δυτική Αττική έχουν τις περισσότερες μυδοκαλλιέργειες. Τα υπόλοιπα όστρακα αλιεύονται. Εάν καταναλώσουμε υπερβολική ποσότητα, δεν θα τα χωνέψουμε εύκολα. Αν καταναλώσουμε μύδια από νερά μολυσμένα (βιομηχανικά απόβλητα, βόθρους κ.α) ενδεχομένως να κινδυνεύσουμε από τύφο και ηπατίτιδα. Πάντως τα μύδια έχουν τη δυνατότητα να αυτοκαθαρίζονται. Αρκεί να τοποθετηθούν σε νερά μη μολυσμένα από 4 έως l0 ημέρες, ανάλογα με την εποχή.

Η τοξίνη που παράγουν τα μολυσμένα μύδια, η mitilitossina, έχει πολύ δυσάρεστη μυρωδιά αλλά χάνει μεγάλο μέρος της δραστικότητάς της με το μαγείρεμα. Η βλαπτικότητα της ποικίλει: μπορεί να προκαλέσει από διαρροϊκή δηλητηρίαση και γαστρεντερίτιδες, μέχρι επικίνδυνες νευροτοξικές ή παραλυτικές δηλητηριάσεις, εξαιρετικά σπάνια και θάνατο.

Φροντίστε να βεβαιωθείτε ότι τα μύδια που θα καταναλώσετε προέρχονται από καλλιέργεια που πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Πάντως τα ελληνικά μύδια είναι άριστης ποιότητας και υπάρχει μηχανισμός ελέγχου και υγειονομικός έλεγχος ώστε στην αγορά να φθάνουν ασφαλή θαλασσινά. Τα μύδια να τρώγονται πάντα μαγειρεμένα. Η άποψη ότι ραντίζοντάς τα με λεμόνι τα αποστειρώνουμε, δεν ευσταθεί.